- στομοδαίο
- το, Νζωολ. εμβρυϊκή εξωδερμική πάχυνση η οποία επενδύεται με εξωδερμικό επιθήλιο και δίνει γένεση στο στόμα και στο πρόσθιο τμήμα τού πεπτικού σωλήνα στα ζώα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στομοδαιϊκός — ή, ό, Ν ζωολ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στομοδαίο 2. φρ. «στομοδαιϊκός αγωγός» (στα κτενοφόρα) καθένας από τους αγωγούς που ξεκινούν από κάθε ακτινωτό μεταμερές και είναι παράλληλοι προς το στομοδαίο … Dictionary of Greek